χηρευάμενος — ο, θηλ. χηρευάμενη, Ν χηράμενος, χήρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < χηρεύω, κατά τις αρχ. μτχ. σε άμενος, πρβλ. ἱστ άμενος (πρβλ. λεγ άμενος, πετ άμενος)] … Dictionary of Greek
κοιτάμενος — η, ο κατάκοιτος. [ΕΤΥΜΟΛ. Μτχ. ενεστ. τού κοίτομαι, σχηματισμένη με κατάληξη άμενος (πρβλ. κουν άμενος, σερν άμενος)] … Dictionary of Greek
χαιράμενος — η, ο, Ν (μόνον σε ευχές) χαρούμενος («ευτυχισμένος και χαιράμενος»). [ΕΤΥΜΟΛ. Μτχ. τού ρ. χαίρω σχηματισμένη κατά τις αρχ. μτχ. σε –άμενος τού τύπου ιπτάμενος, ιστάμενος (πρβλ. κουν άμενος, λεγ άμενος κ.λπ.)] … Dictionary of Greek
στεκάμενος — και στεκούμενος, η, ο, Ν 1. αυτός που είναι ακίνητος, ακινητοποιημένος, στάσιμος («στεκάμενα νερά») 2. (κυρίως για ενήλικους) υγιής, γερός, εύρωστος («ο παππούς είναι στεκούμενος ακόμη») 3. φρ. «στα καλά στεκούμενα» στα καλά καθούμενα, ενώ όλα… … Dictionary of Greek
τρεμάμενος — η, ο, Ν αυτός που τρέμει, τρεμουλιαστός («με τρεμάμενα χείλη»). [ΕΤΥΜΟΛ. < τρέμω, κατά τις μτχ. σε άμενος τών ρ. σε αμαι (πρβλ. τρεχ άμενος)] … Dictionary of Greek
χηράμενος — ο, θηλ. χηράμενη, Ν χηρευάμενος, χήρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < χηρ εύω, κατά τις μτχ. σε άμενος (πρβλ. λεγ άμενος)] … Dictionary of Greek
ARIES — I. ARIES Danieli visus c. 8. v. 3. qui cornibus suis omnes orbis partes ita impetebat, ut nullus ei obsisteret, Persarum Rex est: qui sedisse dicitut ad Euleum, quia Susa, Regni Metropolis, ad eum amnem sita erat; et cornua duo habuisse, h. e.… … Hofmann J. Lexicon universale
λεγάμενος — η, ο 1. αυτός για τον οποίο γίνεται ή έγινε λόγος, υπονοούμενος 2. (ειρων. ή επικριτικά) γνωστό πρόσωπο ή πράγμα που αποφεύγουμε να ονομάσουμε 3. (το αρσ. και το θηλ. ως ουσ.) ο αγαπητικός, ο ερωμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. Μτχ. παθ. φωνής τού λέγω,… … Dictionary of Greek
πετάμενος — η, ο, Ν ο πετούμενος. [ΕΤΥΜΟΛ. Μτχ. τού ρ. πετώ σχηματισμένη κατά τις αρχ. μτχ. σε άμενος τού τύπου ιπτάμενος, ιστάμενος (πρβλ. κουνάμενος, λεγάμενος, σερνάμενος κ.λπ.)] … Dictionary of Greek
σερνάμενος — η, ο, Ν 1. αυτός που σέρνεται 2. το ουδ. ως ουσ. το σερνάμενο α) ναυτ. το αγόμενο συσπάστου ή πολυσπάστου β) ερπετό 3. (το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.) τα σερνάμενα ναυτ. η επιχειρία τού σκάφους. [ΕΤΥΜΟΛ. Μτχ. παθ. φωνής τού σέρνω σχηματισμένη κατά… … Dictionary of Greek